Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
acquired /əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος; USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε

GT GD C H L M O
acquisition /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
alpine /ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός; USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
automated /ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποιημένη, αυτοματοποιημένο, αυτοματοποιημένες, αυτοματοποιημένα, αυτόματη

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
automotive /ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
autonomous /ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος; USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
began /bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω; USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bigger /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
boulogne = USER: Μπουλόν, Boulogne, Βουλώνη, Βουλώνης, Μπουλον,

GT GD C H L M O
budget /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
buses /bʌs/ = NOUN: λεωφορείο; USER: λεωφορεία, τα λεωφορεία, λεωφορείων, λεωφορεία που

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
buy /baɪ/ = NOUN: αγορά, ψώνιο; VERB: αγοράζω; USER: αγορά, αγοράζω, αγοράσει, αγοράσετε, αγοράσουν, αγοράσουν

GT GD C H L M O
buyers /ˈbaɪ.ər/ = NOUN: αγοραστής, παραγγελιοδότης; USER: αγοραστές, οι αγοραστές, αγοραστών, τους αγοραστές, των αγοραστών

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capable /ˈkeɪ.pə.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, άξιος, επιδεκτικός; USER: ικανός, ικανή, ικανό, θέση να, σε θέση να

GT GD C H L M O
capital /ˈkæp.ɪ.təl/ = NOUN: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο γράμμα; ADJECTIVE: κύριος, κεφαλαίος, εξαίρετος, κεφαλικός; USER: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
chrysler = USER: chrysler, της Chrysler, την Chrysler, η Chrysler

GT GD C H L M O
coaches /kəʊtʃ/ = NOUN: πούλμαν, προπονητής, άμαξα, εκπαιδευτής, προγυμναστής, υπεραστικό λεωφορείο; VERB: προγυμνάζω; USER: προπονητές, πούλμαν, λεωφορεία, προπονητών, τους προπονητές

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
components /kəmˈpəʊ.nənt/ = NOUN: συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, μέρος; USER: εξαρτήματα, συνιστώσες, συστατικά, στοιχεία, εξαρτημάτων

GT GD C H L M O
consists /kənˈsɪst/ = VERB: συνίσταμαι, σύγκειμαι; USER: συνίσταται, αποτελείται, περιλαμβάνει, απαρτίζεται, αποτελούνται

GT GD C H L M O
consolidation /kənˈsɒl.ɪ.deɪt/ = NOUN: ενοποίηση, παγίωση, σταθεροποίηση; USER: ενοποίηση, παγίωση, σταθεροποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης

GT GD C H L M O
databases /ˈdatəˌbās,ˈdā-/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάσεις δεδομένων, βάσεων δεδομένων, βάσεις, δεδομένων, βάσεων

GT GD C H L M O
datsun

GT GD C H L M O
deals /dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά; VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι; USER: προσφορές, τιμές, προσφορών, ασχολείται, των προσφορών

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
destinations /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = USER: Προορισμοί, προορισμούς, προορισμών, οι προορισμοί, προορισμοί σε

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
dissolved /dɪˈzɒlv/ = VERB: διαλύω, δυαλύω, διαλύομαι; USER: διαλυμένο, διαλυθεί, διαλύεται, διαλύονται, διαλύθηκε

GT GD C H L M O
distinct /dɪˈstɪŋkt/ = ADJECTIVE: σαφής, ευδιάκριτος, ξεχωριστός, ευκρινής; USER: σαφής, ξεχωριστή, διαφορετικές, διακριτές, διακριτή

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
domestic /dəˈmes.tɪk/ = ADJECTIVE: οικιακός, εσωτερικός, εγχώριος υπηρέτης; USER: εγχώριες, εγχώριων, εγχώρια, εγχώριο, εγχώριας

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
driverless = USER: χωρίς οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, driverless, τηλεκατευθυνόμενο, χωρίς πρόγραμμα οδήγησης

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
duster /ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι; USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
engines /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές

GT GD C H L M O
entities /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
established /ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος; USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
formed /fɔːm/ = VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: σχηματίζεται, σχηματίζονται, σχηματίστηκε, σχηματιστεί, διαμορφώνεται

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
fourth /fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth; USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης

GT GD C H L M O
fractionally /ˈfrækʃənəli/ = USER: κλασματικά, fractionally,

GT GD C H L M O
french /frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα; ADJECTIVE: γαλλικός; USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
ground /ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια; VERB: γειώνω, βασίζω; USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
headquartered /ˌhedˈkwɔːtəd/ = USER: έδρα, εδρεύει, που εδρεύει, με έδρα, έδρα της

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
image /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
input /ˈɪn.pʊt/ = NOUN: εισαγωγή, ενέργεια, εισαγόμενη δύναμη; USER: εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισροών, εισαγωγής

GT GD C H L M O
intellectual /ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός; USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jointly /dʒɔɪnt/ = ADVERB: από κοινού, ομού; USER: από κοινού, κοινού, κοινή

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
known /nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός; USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
leave /liːv/ = NOUN: άδεια; VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν

GT GD C H L M O
logan = USER: Logan, Λόγκαν, τον Logan, του Logan, ο Logan,

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
manufactured /ˌmanyəˈfakCHər/ = VERB: κατασκευάζω, παράγω; USER: κατασκευάζονται, κατασκευαστεί, παρασκευάζονται, κατασκευάζεται, κατασκευασμένα

GT GD C H L M O
manufacturer /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή

GT GD C H L M O
march /mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο; VERB: βαδίζω, πορεύομαι; USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marquee /mɑːˈkiː/ = NOUN: στέγη εισόδου, τέντα εισόδου; USER: στέγη εισόδου, marquee, σκηνή, μεγάλων σκηνών, ορθογώνιο

GT GD C H L M O
merged /mɜːdʒ/ = VERB: συγχωνεύω, ενώνομαι, ενώνω, συνενώνω, καταδύω, καταδύομαι, συγχωνεύομαι; USER: συγχωνεύθηκαν, συγχωνεύονται, συγχωνευθεί, συγχωνεύθηκε, συγχωνευθούν

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
morocco = NOUN: μαροκινό δέρμα; USER: Μαρόκο, Μαρόκου, στο μαρόκο, το Μαρόκο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motors /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες

GT GD C H L M O
multinational /ˌmʌl.tiˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: πολυεθνικός; USER: πολυεθνικός, πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνική, πολυεθνικής

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
namesake /ˈneɪm.seɪk/ = NOUN: συνώνυμος; USER: συνώνυμος, ομώνυμο, συνονόματό, ομώνυμη, συνονόματος

GT GD C H L M O
navigating /ˈnæv.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: κυβερνώ, πλέω, διαπλέω, πιλοτάρω; USER: πλοήγηση, την πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, πλοήγηση σε

GT GD C H L M O
near /nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να; ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν; ADJECTIVE: κοντινός, στενός; VERB: πλησιάζω; USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
notably /ˈnəʊ.tə.bli/ = ADVERB: ιδιαίτερα, ειδικά, σημαντικά, αξιόλογα, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ειδικά, σημαντικά, ιδίως, κυρίως

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
operator /ˈɒp.ər.eɪ.tər/ = NOUN: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, τηλεφωνητής; USER: χειριστής, διαχειριστής, επιχειρηματίας, φορέα, χειριστή

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organisation /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργάνωση, οργανισμός, οργανισμός, διοργάνωση, διοργάνωση, σωματείο, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owned /-əʊnd/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: που ανήκει, ανήκει, ανήκουν, ιδιοκτησία, που ανήκουν

GT GD C H L M O
owning /əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία, που κατέχουν, κατέχουν, στην ιδιοκτησία

GT GD C H L M O
owns /əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: κατέχει, κατέχει το, ιδιοκτήτης, διαθέτει, ανήκει, ανήκει

GT GD C H L M O
past /pɑːst/ = NOUN: το παρελθόν; PREPOSITION: μετά; ADVERB: πέραν; ADJECTIVE: παρελθών, περασμένος; USER: το παρελθόν, μετά, παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
period /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια; USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
priced /praɪs/ = VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμές, τιμή, τιμολογούνται, priced, στην τιμή

GT GD C H L M O
prices /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμές, οι τιμές, τιμών, τις τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
primary /ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης; USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
produced /prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί

GT GD C H L M O
produces /prəˈdjuːs/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παράγει, προκαλεί, δημιουργεί, παραγωγή, παράγουν

GT GD C H L M O
profile /ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου; USER: προφίλ, εγγραφή, προφίλ του, το προφίλ, προφίλ του χρήστη

GT GD C H L M O
quite /kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι; USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
rapid /ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος; USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία

GT GD C H L M O
remain /rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι; USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
samsung = USER: samsung, η Samsung, της Samsung, τη Samsung

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
sensing /sens/ = NOUN: εξεύρεση της φόρας; USER: αίσθησης, ανίχνευσης, αισθητήρια, ανίχνευση, αισθητήριο

GT GD C H L M O
separated /ˈsep.ər.eɪt/ = VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί

GT GD C H L M O
shorter /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος; USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
south /saʊθ/ = NOUN: νότος; ADJECTIVE: νότιος; USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας

GT GD C H L M O
sport /spɔːt/ = NOUN: άθλημα, αθλητισμός, σπορ, διασκέδαση, ψυχαγωγία, σπορτ, παιγνίδι, χαρτοπαίκτης, αστείο; ADJECTIVE: φίλαθλος; VERB: παίζω, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι; USER: αθλητισμός, άθλημα, σπορ, αθλητισμού, αθλητισμό

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
structural /ˈstrəkCHərəl/ = ADJECTIVE: κατασκευαστικός, οικοδομικός; USER: διαρθρωτική, δομική, διαρθρωτικά, διαρθρωτικές, διαρθρωτικών

GT GD C H L M O
subsidiaries /səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα; USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών

GT GD C H L M O
subsidiary /səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα; ADJECTIVE: επικουρικός, παραρτηματικός; USER: θυγατρική, θυγατρικής, θυγατρικές, θυγατρική εταιρεία, επικουρικής

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
supportive /səˈpɔː.tɪv/ = USER: υποστηρικτική, υποστηρικτικές, υποστηρικτικό, υποστηρικτικά, υποστηρικτικών

GT GD C H L M O
suv /ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"

GT GD C H L M O
tanks /tæŋk/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο, άρμα μάχης, στέρνα, τάνκ, θωρηκτό; USER: δεξαμενές, δεξαμενών, οι δεξαμενές, δοχεία, προβληματισμού

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
tractors /ˈtraktər/ = NOUN: τρακτέρ, τραβών, ρυμουλκό αυτοκίνητο; USER: τρακτέρ, ελκυστήρων με τροχούς, ελκυστήρες, ελκυστήρων, τράκτορες

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
trucks /trʌk/ = NOUN: φορτηγό, λαχανικά, φορτηγό μεγάλο, κάρρο μεγάλο, αυτοκίνητο μεγάλο; VERB: ανταλλάσω, μεταφέρω διά φορτηγού κάρρου; USER: φορτηγά, φορτηγών, τα φορτηγά, μεταφορές, οχήματα

GT GD C H L M O
turkey /ˈtɜː.ki/ = NOUN: γαλοπούλα, γάλος, κούρκος; USER: Τουρκία, γαλοπούλα, γαλοπούλας, την Τουρκία, turkey

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
unmanned /ʌnˈmænd/ = ADJECTIVE: μη επανδρωμένος; USER: μη επανδρωμένα, μη επανδρωμένων, επανδρωμένα, μη επανδρωμένο, τα μη επανδρωμένα

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
usefully /ˈjuːs.fəl.i/ = ADVERB: χρησιμώς; USER: επωφελώς, χρήσιμο, χρήσιμα, εποικοδομητικά, χρήσιμο να

GT GD C H L M O
utility /juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης; USER: χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας

GT GD C H L M O
vans /væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως; USER: φορτηγά, βαν, ημιφορτηγά, Οχήματα, μικρά φορτηγά

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

203 words