Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abbreviations /əˌbriː.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συντομογραφία, σύντμηση, συντόμευση, συντομία, επίτμηση; USER: συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομογραφιών, συντομεύσεις, συντμήσεις που

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
acronyms /ˈæk.rə.nɪm/ = NOUN: ακρώνυμο; USER: ακρωνύμια, αρκτικόλεξα, ακρώνυμα, ακρωνυμίων, τα ακρωνύμια

GT GD C H L M O
added /ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
android /ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές

GT GD C H L M O
annual /ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος; USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας

GT GD C H L M O
answers /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
app /æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών

GT GD C H L M O
apps /æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
awareness /əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης; USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
blackberry /ˈblæk.bər.i/ = NOUN: βατόμουρο; USER: βατόμουρο, BlackBerry, βατόμουρων, βατόμουρου, το BlackBerry

GT GD C H L M O
booths /bo͞oTH/ = NOUN: παράγκα, παράπηγμα; USER: θάλαμοι, περίπτερα, θαλάμους, καμπίνες, θαλάμων,

GT GD C H L M O
browser /ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή

GT GD C H L M O
browsers /ˈbraʊ.zər/ = USER: browsers, περιήγησης, φυλλομετρητές, περιηγητές, προγράμματα περιήγησης

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
buttons /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
clicked /klɪk/ = VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, πατηθεί, κάνετε κλικ, μεταφερθεί, κάνει κλικ

GT GD C H L M O
clicks /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
cloud /klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη; VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω; USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
consoles = NOUN: κονσόλα; USER: κονσόλες, κονσολών, τις κονσόλες, οι κονσόλες, κονσόλες Κονσόλες"

GT GD C H L M O
contains /kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω; USER: περιέχει, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, περιέχουν

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
converts /kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος; USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
cope /kəʊp/ = VERB: αντιμετωπίζω, παλαίω; NOUN: άμφια, μανδύας ιερέως; USER: αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν, αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσει

GT GD C H L M O
correctly /kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά; USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
customized /ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, εξατομικευμένες, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
dictionaries /ˈdɪk.ʃən.ər.i/ = NOUN: λεξικό; USER: Λεξικά, λεξικών, Θέματα Λεξικά, τα λεξικά

GT GD C H L M O
dictionary /ˈdɪk.ʃən.ər.i/ = NOUN: λεξικό; USER: λεξικό, λεξικού

GT GD C H L M O
difference /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
documents /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα; USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
download /ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατεβάστε, κατεβάσετε, λήψη, λήψης, να κατεβάσετε

GT GD C H L M O
dozens /ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enabled /ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
encountered /ɪmˈbreɪs/ = VERB: αντιμετωπίζω, συναντώ; USER: ανέκυψαν, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε, συνάντησε, συναντώνται

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
enjoying /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαμβάνοντας, απολαμβάνετε, απολαμβάνει, απολαμβάνουν, απολαύσετε

GT GD C H L M O
equipped /ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω; USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
facilitate /fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω; USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση

GT GD C H L M O
fee /fiː/ = NOUN: αμοιβή, τέλη, δίδακτρα; VERB: αμείβω; USER: αμοιβή, τέλη, τέλος, χρέωση, χρεωθείτε

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
female /ˈfiː.meɪl/ = ADJECTIVE: θηλυκός, γυναικείος; NOUN: θήλυ; USER: θηλυκός, θηλυκό, γυναίκα, γυναίκες, γυναικών

GT GD C H L M O
files /faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος; USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
format /ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου; USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο

GT GD C H L M O
formats /ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου; USER: μορφές, φορμά, σχήματα, μορφών, μορφή

GT GD C H L M O
frequently /ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά; USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
game /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; ADJECTIVE: πρόθυμος; USER: παιχνίδι, παιχνιδιού, το παιχνίδι, παιχνιδιών, αγώνα

GT GD C H L M O
generic /dʒəˈner.ɪk/ = ADJECTIVE: γενικός, γένους; USER: γένους, γενικός, γενική, γενικές, γενικό

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
government /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές

GT GD C H L M O
happens /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
heading /ˈhed.ɪŋ/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος; USER: επικεφαλίδα, τίτλος, κλάσης, κλάση, τίτλο

GT GD C H L M O
hear /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν

GT GD C H L M O
hosted /həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
https /ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: https, διεύθυνση https, HTTPS για, το HTTPS, πρωτόκολλο HTTPS

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
identify /aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω; USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
immediate /ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος; USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incurred /ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά; USER: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, προκύπτουν, που προκύπτουν, πραγματοποιούνται

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integrating /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωμάτωση, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη

GT GD C H L M O
interactive /ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός; USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduced /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
ipads = USER: iPads, iPads της

GT GD C H L M O
iphones = USER: iphones, το iPhone, τα iPhones, iPhones της, συσκευές iPhone

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
jargon /ˈdʒɑː.ɡən/ = NOUN: ακατάληπτη γλώσσα, επαγγελματική διάλεκτος, ανάμικτη γλώσσα, ασυνάρτητος ομιλία; USER: ορολογία, αργκό, φρασεολογία, διάλεκτο, φρασεολογίας

GT GD C H L M O
keeps /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί

GT GD C H L M O
kiosks /ˈkiː.ɒsk/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι; USER: περίπτερα, κιόσκια, περιπτέρων, περίπτερα Περίπτερα, περίπτερα Περίπτερα σε

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
layout /ˈleɪ.aʊt/ = NOUN: σχέδιο; USER: σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διάρθρωση, τη διάταξη

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
licensing /ˈlīsəns/ = VERB: δίδω άδεια; USER: αδειοδότησης, αδειών, αδειοδότηση, χορήγηση αδειών, Άδεια

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
listened /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: άκουσαν, άκουσα, άκουγε, ακούσει, άκουσε

GT GD C H L M O
listens /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούει, αφουγκράζεται, να ακούει

GT GD C H L M O
local /ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός; USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
loud /laʊd/ = ADJECTIVE: μεγαλόφωνος, στεντόρειος, τρανταχτός; USER: δυνατά, loud, δυνατό, δυνατός, δυνατή

GT GD C H L M O
maintenance /ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη; USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής

GT GD C H L M O
male /meɪl/ = ADJECTIVE: αρσενικός; NOUN: άρρεν; USER: αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, άνδρες, αρσενικά

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
maximum /ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος; ADJECTIVE: ανώτατος; USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης

GT GD C H L M O
mental /ˈmen.təl/ = ADJECTIVE: διανοητικός, ψυχικός, του νου, νοερός, φρενικός; USER: ψυχική, διανοητική, νοητική, ψυχικής, πνευματική, πνευματική

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
monthly /ˈmʌn.θli/ = ADJECTIVE: μηνιαίος; ADVERB: κατά μήνα; NOUN: μηνιαίο περιοδικό; USER: μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίο, μηνιαίες, μηνιαίων

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ongoing /process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
otherwise /ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα; USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ours /aʊəz/ = PRONOUN: δικός μας, ιδικός μας; USER: δικός μας, μας, δική μας, δικό μας, δικές μας

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owners /ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των

GT GD C H L M O
page /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του

GT GD C H L M O
pages /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που

GT GD C H L M O
paragraphs /ˈpær.ə.ɡrɑːf/ = NOUN: παράγραφος; USER: παραγράφους, παραγράφων, σκέψεις, παράγραφοι, σημεία

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
password /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός

GT GD C H L M O
pcs /ˌpiːˈsiː/ = USER: pcs, τεμ, τεμάχια, τμχ, τεμαχίων

GT GD C H L M O
pdf /ˌpiː.diːˈef/ = USER: pdf, τον οδηγό, οδηγό, μορφή PDF

GT GD C H L M O
pdfs /ˌpiː.diːˈef/ = USER: pdfs, αρχείων PDF, αρχεία PDF, PDF που, αρχεία pdf που

GT GD C H L M O
per /pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά; USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα

GT GD C H L M O
phones /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
population /ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός; USER: πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, πληθυσμού της

GT GD C H L M O
portal /ˈpɔː.təl/ = NOUN: πύλη, πυλών; USER: πύλη, portal, πύλης, δικτυακή πύλη, δικό

GT GD C H L M O
powered /-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται

GT GD C H L M O
preserving /prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω; USER: διατηρώντας, διατήρηση, διαφύλαξη, τη διατήρηση, διατήρηση της

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
pronounced /prəˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: σαφής, ορισμένος; USER: σαφής, έντονη, προφέρεται, έντονες, έντονο

GT GD C H L M O
properly /ˈprɒp.əl.i/ = ADVERB: δεόντως, καταλλήλως; USER: δεόντως, καταλλήλως, σωστά, κατάλληλα, ορθή, ορθή

GT GD C H L M O
propose /prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω; USER: προτείνω, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε, να προτείνει

GT GD C H L M O
protected /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
readable /ˈriː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: αναγνώσιμος, ευανάγνωστος; USER: αναγνώσιμος, ευανάγνωστος, αναγνώσιμη, αναγνώσιμο, αναγνώσιμη από

GT GD C H L M O
reading /ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα; USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας

GT GD C H L M O
recommend /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
sections /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους

GT GD C H L M O
secure /sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής; VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
setup /ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
smartphones /ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphones, smartphones που, τα smartphones

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
statistics /stəˈtistik/ = NOUN: στατιστική; USER: στατιστική, στατιστικές, Στατιστικά, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία

GT GD C H L M O
structure /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suggest /səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι; USER: προτείνω, δείχνουν, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
switch /swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα; VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tag /tæɡ/ = NOUN: ετικέτα, κυνηγητό παιχνίδι, μετάλλινη άκρα, σημείωμα προσδενομένο, τικέτα; VERB: σημειώ, παρακολουθώ; USER: ετικέτα, tag, ετικέτας, ετικέττα, ετικετών

GT GD C H L M O
tagging /ˈtæɡ.ər/ = VERB: σημειώ, παρακολουθώ; USER: tagging, ετικέτες, σήμανση, τοποθέτηση πινακίδων, σήμανσης

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
templates /ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου; USER: πρότυπα, templates, προτύπων, τα πρότυπα, υποδείγματα

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
times /taɪmz/ = NOUN: φορές; USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracking /trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tvs /ˌtiːˈviː/ = USER: τηλεοράσεις, tvs, τηλεοράσεων, τηλεόραση, τηλεόρασης

GT GD C H L M O
types /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους

GT GD C H L M O
underlying /ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω; USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται

GT GD C H L M O
unified /ˈjuː.nɪ.faɪ/ = VERB: ενοποιώ; USER: ενοποιημένο, ενοποιημένη, ενιαίο, ενιαία, ενωμένο

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upgrades /ʌpˈɡreɪd/ = NOUN: ανήφορος; USER: αναβαθμίσεις, αναβαθμίσεων, αναβάθμιση, αναβάθμισης, βελτιώσεις

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
usability /ˌjuːzəˈbɪləti/ = USER: χρηστικότητα, Ευχρηστία, χρηστικότητας, ευχρηστίας, τη χρηστικότητα

GT GD C H L M O
usage /ˈjuː.sɪdʒ/ = NOUN: χρήση, μεταχείριση, έξη; USER: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, χρήσης του

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
viewed /vjuː/ = VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: εμφανίσεις, προβολές, είδαν, δει, εμφανισμένο

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
voices /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
websites /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
wouldn /ˈwʊd.ənt/ = USER: wouldn, Δε θα, Δε, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

322 words