Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abbreviations
/əˌbriː.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συντομογραφία, σύντμηση, συντόμευση, συντομία, επίτμηση;
USER: συντομογραφίες, συντμήσεις, συντομογραφιών, συντομεύσεις, συντμήσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
achieve
/əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
acronyms
/ˈæk.rə.nɪm/ = NOUN: ακρώνυμο;
USER: ακρωνύμια, αρκτικόλεξα, ακρώνυμα, ακρωνυμίων, τα ακρωνύμια
GT
GD
C
H
L
M
O
added
/ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analytics
/ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
android
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
answers
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anything
/ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι;
USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
app
/æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών
GT
GD
C
H
L
M
O
apps
/æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
awareness
/əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης;
USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
blackberry
/ˈblæk.bər.i/ = NOUN: βατόμουρο;
USER: βατόμουρο, BlackBerry, βατόμουρων, βατόμουρου, το BlackBerry
GT
GD
C
H
L
M
O
booths
/bo͞oTH/ = NOUN: παράγκα, παράπηγμα;
USER: θάλαμοι, περίπτερα, θαλάμους, καμπίνες, θαλάμων,
GT
GD
C
H
L
M
O
browser
/ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
browsers
/ˈbraʊ.zər/ = USER: browsers, περιήγησης, φυλλομετρητές, περιηγητές, προγράμματα περιήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
buttons
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
clicked
/klɪk/ = VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, πατηθεί, κάνετε κλικ, μεταφερθεί, κάνει κλικ
GT
GD
C
H
L
M
O
clicks
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
consoles
= NOUN: κονσόλα;
USER: κονσόλες, κονσολών, τις κονσόλες, οι κονσόλες, κονσόλες Κονσόλες"
GT
GD
C
H
L
M
O
contains
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχει, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, περιέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
converts
/kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος;
USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
cope
/kəʊp/ = VERB: αντιμετωπίζω, παλαίω;
NOUN: άμφια, μανδύας ιερέως;
USER: αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν, αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
correctly
/kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά;
USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customized
/ˈkʌs.tə.maɪz/ = USER: προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα, εξατομικευμένες, προσαρμοστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
dictionaries
/ˈdɪk.ʃən.ər.i/ = NOUN: λεξικό;
USER: Λεξικά, λεξικών, Θέματα Λεξικά, τα λεξικά
GT
GD
C
H
L
M
O
dictionary
/ˈdɪk.ʃən.ər.i/ = NOUN: λεξικό;
USER: λεξικό, λεξικού
GT
GD
C
H
L
M
O
difference
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
download
/ˌdaʊnˈləʊd/ = USER: κατεβάστε, κατεβάσετε, λήψη, λήψης, να κατεβάσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
dozens
/ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enabled
/ɪˈneɪ.bl̩d/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
encountered
/ɪmˈbreɪs/ = VERB: αντιμετωπίζω, συναντώ;
USER: ανέκυψαν, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε, συνάντησε, συναντώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
enjoying
/ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι;
USER: απολαμβάνοντας, απολαμβάνετε, απολαμβάνει, απολαμβάνουν, απολαύσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
equipped
/ɪˈkwɪpt/ = VERB: εφοδιάζω, εξοπλίζω;
USER: εξοπλισμένα, εξοπλισμένο, εξοπλισμένη, εξοπλισμένες, είναι εξοπλισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
exactly
/ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς;
USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
facilitate
/fəˈsɪl.ɪ.teɪt/ = VERB: διευκολύνω, ευκολύνω;
USER: διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκολυνθεί η, διευκολύνει, διευκόλυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
fee
/fiː/ = NOUN: αμοιβή, τέλη, δίδακτρα;
VERB: αμείβω;
USER: αμοιβή, τέλη, τέλος, χρέωση, χρεωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
female
/ˈfiː.meɪl/ = ADJECTIVE: θηλυκός, γυναικείος;
NOUN: θήλυ;
USER: θηλυκός, θηλυκό, γυναίκα, γυναίκες, γυναικών
GT
GD
C
H
L
M
O
files
/faɪl/ = NOUN: αρχείο, λίμα, ντοσιέ, ρίνη, αράδα, στοίχος;
USER: αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, φακέλων, αρχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
fit
/fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός;
VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω;
NOUN: σπασμός, παροξυσμός;
USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
format
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
formats
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: μορφές, φορμά, σχήματα, μορφών, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
frequently
/ˈfriː.kwənt.li/ = ADVERB: συχνά, τακτικά;
USER: συχνά, Συχνές, Συνήθεις, συχνότερα, συχνότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
game
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
ADJECTIVE: πρόθυμος;
USER: παιχνίδι, παιχνιδιού, το παιχνίδι, παιχνιδιών, αγώνα
GT
GD
C
H
L
M
O
generic
/dʒəˈner.ɪk/ = ADJECTIVE: γενικός, γένους;
USER: γένους, γενικός, γενική, γενικές, γενικό
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
government
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, την κυβέρνηση, κυβερνητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
happens
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
hardware
/ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών;
USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
heading
/ˈhed.ɪŋ/ = NOUN: επικεφαλίδα, τίτλος;
USER: επικεφαλίδα, τίτλος, κλάσης, κλάση, τίτλο
GT
GD
C
H
L
M
O
hear
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
hosted
/həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
https
/ˌeɪtʃ.tiː.tiːˈpiː/ = USER: https, διεύθυνση https, HTTPS για, το HTTPS, πρωτόκολλο HTTPS
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
icon
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
immediate
/ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος;
USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incurred
/ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά;
USER: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, προκύπτουν, που προκύπτουν, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
infrastructure
/ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή;
USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
integrating
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωμάτωση, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduced
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
ipads
= USER: iPads, iPads της
GT
GD
C
H
L
M
O
iphones
= USER: iphones, το iPhone, τα iPhones, iPhones της, συσκευές iPhone
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
jargon
/ˈdʒɑː.ɡən/ = NOUN: ακατάληπτη γλώσσα, επαγγελματική διάλεκτος, ανάμικτη γλώσσα, ασυνάρτητος ομιλία;
USER: ορολογία, αργκό, φρασεολογία, διάλεκτο, φρασεολογίας
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
kiosks
/ˈkiː.ɒsk/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι;
USER: περίπτερα, κιόσκια, περιπτέρων, περίπτερα Περίπτερα, περίπτερα Περίπτερα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
layout
/ˈleɪ.aʊt/ = NOUN: σχέδιο;
USER: σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διάρθρωση, τη διάταξη
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
licensing
/ˈlīsəns/ = VERB: δίδω άδεια;
USER: αδειοδότησης, αδειών, αδειοδότηση, χορήγηση αδειών, Άδεια
GT
GD
C
H
L
M
O
link
/lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος;
VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
listened
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: άκουσαν, άκουσα, άκουγε, ακούσει, άκουσε
GT
GD
C
H
L
M
O
listens
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούει, αφουγκράζεται, να ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
loud
/laʊd/ = ADJECTIVE: μεγαλόφωνος, στεντόρειος, τρανταχτός;
USER: δυνατά, loud, δυνατό, δυνατός, δυνατή
GT
GD
C
H
L
M
O
maintenance
/ˈmeɪn.tɪ.nəns/ = NOUN: συντήρηση, διατήρηση, τήρηση, υποστήριξη;
USER: συντήρηση, διατήρηση, συντήρησης, τη συντήρηση, διατροφής
GT
GD
C
H
L
M
O
male
/meɪl/ = ADJECTIVE: αρσενικός;
NOUN: άρρεν;
USER: αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, άνδρες, αρσενικά
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
maximum
/ˈmæk.sɪ.məm/ = NOUN: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, ανώτατος όρος;
ADJECTIVE: ανώτατος;
USER: ανώτατο όριο, μέγιστο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης
GT
GD
C
H
L
M
O
mental
/ˈmen.təl/ = ADJECTIVE: διανοητικός, ψυχικός, του νου, νοερός, φρενικός;
USER: ψυχική, διανοητική, νοητική, ψυχικής, πνευματική, πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
monthly
/ˈmʌn.θli/ = ADJECTIVE: μηνιαίος;
ADVERB: κατά μήνα;
NOUN: μηνιαίο περιοδικό;
USER: μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίο, μηνιαίες, μηνιαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ongoing
/process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
original
/əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο;
ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος;
USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
otherwise
/ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα;
USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ours
/aʊəz/ = PRONOUN: δικός μας, ιδικός μας;
USER: δικός μας, μας, δική μας, δικό μας, δικές μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
owners
/ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των
GT
GD
C
H
L
M
O
page
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του
GT
GD
C
H
L
M
O
pages
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
paragraphs
/ˈpær.ə.ɡrɑːf/ = NOUN: παράγραφος;
USER: παραγράφους, παραγράφων, σκέψεις, παράγραφοι, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
password
/ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης;
USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
pcs
/ˌpiːˈsiː/ = USER: pcs, τεμ, τεμάχια, τμχ, τεμαχίων
GT
GD
C
H
L
M
O
pdf
/ˌpiː.diːˈef/ = USER: pdf, τον οδηγό, οδηγό, μορφή PDF
GT
GD
C
H
L
M
O
pdfs
/ˌpiː.diːˈef/ = USER: pdfs, αρχείων PDF, αρχεία PDF, PDF που, αρχεία pdf που
GT
GD
C
H
L
M
O
per
/pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά;
USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
playing
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο;
USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
population
/ˌpɒp.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: πληθυσμός;
USER: πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, πληθυσμού της
GT
GD
C
H
L
M
O
portal
/ˈpɔː.təl/ = NOUN: πύλη, πυλών;
USER: πύλη, portal, πύλης, δικτυακή πύλη, δικό
GT
GD
C
H
L
M
O
powered
/-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
preserving
/prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διαφύλαξη, τη διατήρηση, διατήρηση της
GT
GD
C
H
L
M
O
problems
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
pronounced
/prəˈnaʊnst/ = ADJECTIVE: σαφής, ορισμένος;
USER: σαφής, έντονη, προφέρεται, έντονες, έντονο
GT
GD
C
H
L
M
O
properly
/ˈprɒp.əl.i/ = ADVERB: δεόντως, καταλλήλως;
USER: δεόντως, καταλλήλως, σωστά, κατάλληλα, ορθή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
propose
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνω, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε, να προτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
protected
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
question
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
readable
/ˈriː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: αναγνώσιμος, ευανάγνωστος;
USER: αναγνώσιμος, ευανάγνωστος, αναγνώσιμη, αναγνώσιμο, αναγνώσιμη από
GT
GD
C
H
L
M
O
reading
/ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα;
USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
recommend
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
sections
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους
GT
GD
C
H
L
M
O
secure
/sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής;
VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
setup
/ˈsetʌp/ = USER: setup, ρύθμιση, εγκατάσταση, εγκατάστασης, ρύθμισης
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
site
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
smartphones
/ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphones, smartphones που, τα smartphones
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
sold
/səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
solution
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
statistics
/stəˈtistik/ = NOUN: στατιστική;
USER: στατιστική, στατιστικές, Στατιστικά, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suggest
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: προτείνω, δείχνουν, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
switch
/swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα;
VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση;
USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tag
/tæɡ/ = NOUN: ετικέτα, κυνηγητό παιχνίδι, μετάλλινη άκρα, σημείωμα προσδενομένο, τικέτα;
VERB: σημειώ, παρακολουθώ;
USER: ετικέτα, tag, ετικέτας, ετικέττα, ετικετών
GT
GD
C
H
L
M
O
tagging
/ˈtæɡ.ər/ = VERB: σημειώ, παρακολουθώ;
USER: tagging, ετικέτες, σήμανση, τοποθέτηση πινακίδων, σήμανσης
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
templates
/ˈtem.pleɪt/ = NOUN: περίγραμμα, υποστήριγμα δόκου;
USER: πρότυπα, templates, προτύπων, τα πρότυπα, υποδείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tracking
/trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
tvs
/ˌtiːˈviː/ = USER: τηλεοράσεις, tvs, τηλεοράσεων, τηλεόραση, τηλεόρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
types
/taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο;
VERB: δακτυλογραφώ;
USER: τύποι, τύπων, είδη, τύπους, τους τύπους
GT
GD
C
H
L
M
O
underlying
/ˌəndərˈlī/ = ADJECTIVE: βασικός, βαθύτερος, κειμένος υποκάτω;
USER: υποκείμενες, διέπουν, υποκειμένων, στηρίζεται, βασίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
unified
/ˈjuː.nɪ.faɪ/ = VERB: ενοποιώ;
USER: ενοποιημένο, ενοποιημένη, ενιαίο, ενιαία, ενωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrades
/ʌpˈɡreɪd/ = NOUN: ανήφορος;
USER: αναβαθμίσεις, αναβαθμίσεων, αναβάθμιση, αναβάθμισης, βελτιώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
usability
/ˌjuːzəˈbɪləti/ = USER: χρηστικότητα, Ευχρηστία, χρηστικότητας, ευχρηστίας, τη χρηστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
usage
/ˈjuː.sɪdʒ/ = NOUN: χρήση, μεταχείριση, έξη;
USER: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, χρήσης του
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
variety
/vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος;
USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
viewed
/vjuː/ = VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: εμφανίσεις, προβολές, είδαν, δει, εμφανισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
visitors
/ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης;
USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
voices
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
websites
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: ιστοσελίδες, δικτυακούς τόπους, ιστοσελίδων, δικτυακών τόπων, websites, websites
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
wouldn
/ˈwʊd.ənt/ = USER: wouldn, Δε θα, Δε, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
yes
/jes/ = INTERJECTION: Ναί!;
USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
322 words